μπούκα

μπούκα
η
(λ. λατ.)
1. η σήραγγα.
2. το στόμιο (όπλου, λιμανιού, σπηλιάς, υπονόμου κτλ.).
3. φρ., «Με έχει στην μπούκα», με καταδιώκει, με εχθρεύεται.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μπούκα — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Οικισμός (15 κάτ.) του νομού Ηλείας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πύργου. 2. Οικισμός (36 κάτ.) του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ερινεού. * * * η 1. σήραγγα, υπόνομος 2. στόμιο, ιδίως πυροβόλου, υπονόμου… …   Dictionary of Greek

  • μπουκάρω — 1. (για πλοίο) μπαίνω σε θαλάσσιο στενό, εισπλέω ορμητικά από τη μπούκα, από το στόμιο τού λιμανιού 2. (για ρευστά) εισρέω ορμητικά από στενή δίοδο («τα νερά μπουκάρανε από την πόρτα») 3. (για έμψυχα) εισορμώ αιφνίδια («μπουκάρανε οι αστυνομικοί… …   Dictionary of Greek

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • μπουκιά — η [μπούκα] 1. η ποσότητα τροφής που μπορεί να χωρέσει κάθε φορά στο στόμα, αλλ. βουκιά 2. φρ. α) «δεν έβαλε μπουκιά στο στόμα» δεν έφαγε απολύτως τίποτε β) «δίνει και τη μπουκιά του» είναι πάρα πολύ φιλότιμος και γενναιόδωρος γ) «είναι μπουκιά… …   Dictionary of Greek

  • παροκέτο — και παρουκέτο, το ναυτ. 1. το δολώνιο 2. φρ. α) «τσιμπούκι τού παροκέτου» το επιστήλιο τού δολωνίου β) «σόπρα παροκέτο» ανακωχή με το δολώνιο γ) «μπούκα παροκέτο» άλλαξε τους πρωραίους ολκούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. parocchetto] …   Dictionary of Greek

  • στοά — Κτίριο ή χώρος μιας μεγαλύτερης οικοδομής, ανοιχτό προς το εξωτερικό και διαρρυθμισμένο στην εξωτερική του όψη, από μία ή περισσότερες κιονοστοιχίες. Πρόκειται συνήθως για χώρο ανοιχτό στο κοινό για συναντήσεις, συναθροίσεις ή και για την πώληση… …   Dictionary of Greek

  • Νέα Γουϊνέα — (μαλαϊκά Ιριάν, αγγλ. New Guinea). Νησί (785.000 τ. χλμ.), το μεγαλύτερο του Ειρηνικού ωκεανού και το δεύτερο του κόσμου μετά τη Γροιλανδία. Βρίσκεται στα Β της Αυστραλίας (πιθανότατα αποτελούσε μέρος της έως την πλειστόκαινο εποχή), από την… …   Dictionary of Greek

  • ξεμπουκάρω — ξεμπουκάρισα και ξεμπούκαρα 1. βγαίνω από το στόμιο, από τρύπα, από σήραγγα, σαν από μπούκα: Ξεμπουκάρισε το νερό από το σωλήνα. 2. για ανθρώπους, βγαίνω από στενό, παρουσιάζομαι ξαφνικά: Ξεμπουκάρισαν μπροστά μας δύο ύποπτα άτομα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”